-
1 выше
выше1. (сравнит, ст. от высокий и высоко) (ὐ)ψηλότερα, πιό ψηλά, πάνω, παραπάνω:\выше ростом πιό (ὐ)ψηλός στό ἀνάστημα· \выше головы πάνω ἀπ' τό κεφάλί2. нареч (сверх) ἄνω, πάνω, πέραν, παραπάνω:температу́ра \выше нули θερμοκρασία πάνω ἀπό τό μηδέν' дети десяти лет и \выше παιδιά δέκα ἐτῶν καί ἄνω· э́то \выше моих сил εἶναι ὑπεράνω τῶν δυνάμεων μου· ◊ быть \выше чего-л. εἶμαι ὑπεράνω· как сказано \выше ὀπως είπώθηκε παραπάνω· выше ста рублей παραπάνω (или πάνω) ἀπό ἐκατό ρούβλια· э́то \выше моих сил αὐτό ξεπερνάει (или εἶναι πάνω ἀπό) τις δυνάμεις μου, αὐτό εἶναι πέραν τῶν δυνάμεων μου. -
2 выше
1. συγκρ. β. του επ. высокий κ.του επίρ. высоко.2. επίρ. ψηλότερα, πιο ψηλά• ανώτερα• άνω, πιο πάνω, παραπάνω• ανωτέρω•температура выше ноля θερμοκρασία άνω του μηδενός•
выше как сказано выше όπως ειπώθηκε παραπάνω•
дети семи лет и выше παιδιά εφτά χρονών και πάνω•
это выше моих сил αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μου•
как было упомянуто выше όπως αναφέρθηκε παραπάνω•
летать выше всех πετώ ψηλότερα απ’ όλους.
-
3 лишний
-яя -ееεπ.1. περίσσιος, παραπανίσιος, περιττός•я здесь лишний εγώ εδώ είμαι περίσσιος•
-ие деньги παραπανίσια χρήματα•
лишний раз μια φορά παραπάνω ή ακόμα•
-ие слова παραπανίσια λόγια, περίσσιες κουβέντες.
ουσ. το περίσσιο, το παραπάνω, το περιττό.2. άχρηστος•-ие вещи περίσσια πράγματα.
3. επιπρόσθετος• έξτρα.εκφρ.с -им – και πάνω ή παραπάνω•не -ее – δεν είναι περίσσιο (χρειάζεται)•позволить себе -ее – α) ξοδεύω άσκοπα, β) παρεκτρέπομαι. -
4 много
επίρ.1. πολύ•он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•
много лет πολλά χρόνια•
вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•
много лучше πολύ καλύτερα.
|| (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•так много ? τόσο πολύ;•
много ли? πολύ; (ποσό).
2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•
он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•
не очень много όχι πάρα πολύ•
слишком много πάρα πολύ.
3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.
εκφρ.по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. -
5 превыше
επίρ.παραπάνω, πολύ πιο πάνω•облаков παραπάνω από τα σύννεφα.
εκφρ.превыше всего – πριν απ όλα, παραπάνω, περισσότερο απ όλα, στην πρώτη γραμμή. -
6 подработать
1. (провести дополнительную работу) δουλεύω κάτι παραπάνω, τελειοποιώ 2. (заработать дополнительно) κερδίζω παραπάνω (κάνοντας μια δεύτερη δουλειά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подработать
-
7 подсушивание
η ξήρανση (συμπληρωματική ή λίγο παραπάνω από την κανονική)-ть στεγνώνω, ξηραίνω (συμπληρωματικά ή λίγο παραπάνω)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подсушивание
-
8 выше
-
9 излишек
излишек м το περίσσευμα, το πλεόνασμα* с \излишекком με το παραπάνω* * *мτο περίσσευμα, το πλεόνασμαс изли́шком — με το παραπάνω
-
10 перевыполнить
перевыполнить, перевыполнять ξεπερνώ* \перевыполнить план εκτελώ το πλάνο παραπάνω* * *= перевыполнятьперевы́полнить план — εκτελώ το πλάνο παραπάνω
-
11 свыше
свыше υπεράνω, παραπάνω; πάνω από (сверх)· это \свыше моих сил είναι υπεράνω των δυνάμεων μου* * *υπεράνω, παραπάνω; πάνω από ( сверх)э́то свы́ше мои́х сил — είναι υπεράνω των δυνάμεών μου
-
12 излишек
изли́ш||екм1. (избыток) τό περίσσευμα, τό πλεόνασμα:с \излишекком μέ τό παραπάνω· этого хватит с \излишекком αὐτό φθάνει μέ τό παραπάνω·2. (лишнее) τό περιττό[ν]:\излишек храбрости ἡ ὑπέρμετρη ἀνδρεία \излишеке-ство с ἡ ὑπερβολή, ὁ πλεονασμός. -
13 лишек
ли́ш||екм разг τό παραπάνω, τό πε-ριπλεον, τό πλεονάζον:десять метров с \лишекком δέκα μέτρα καί παραπάνω. -
14 небольшой
небольш||ойприл μικρός / (ό)λίγος (по количеству)/ ἀσήμαντος (незначительный):привезли́ книги в \небольшойо́м количестве ἐφεραν λίγα βιβλία· \небольшойая высота τό μικρό ὕψος· \небольшойо́е расстояние κοντινή ἀπόσταση· \небольшой перерыв τό μικρό διάλειμμα· \небольшой срок σύντομο χρονικό διάστημα· \небольшойая разница ἀσήμαντη διαφορά· ◊ с \небольшойи́м καί κάτι παραπάνω, καί λίγο παραπάνω· тридцать рублей с \небольшойи́м τριάντα ρούβλια καί κάτι. -
15 лишек
-шка (лишекшку) α. (απλ.) το επί πλέον, το παραπάνω, το περίσσιο•лишек отдай назад το περίσσιο δόσ το πίσω.
εκφρ.с -шком – και παραπάνω. -
16 насчитать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насчитанный, βρ: -тан, -а, -о.1. αριθμώ, απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω, λογαριάζω.2. λογαριάζω επί πλέον, μετρώ παραπάνω•насчитать пять лишних рублей μετρώ πέντε ρούβλια παραπάνω.
-
17 перебрать
-беру, -берёшь, παρλθ. χρ. перебрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебранный, βρ: -ран, -а, -оρ.σ.μ.1. τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω τάξη• ξεχωρίζω•перебрать бумаги и письма τακτοποιώ τα χαρτιά και τα γράμματα•
перебрать вещи τακτοποιώ τα πράγματα.
|| διαλέγω, ξεδιαλέγω•перебрать картофель ξεδιαλέγω τις πατάτες.
2. μτφ. (εν)θυμούμαι όλα ή πολλά με τη σειρά•перебрать в памяти события последних лет επαναφέρω στη μνήμη τα γεγονότα στα τελευταία χρόνια.
|| καλοεξετάζω, εξονυχίζω, κοσκινίζω.3. φτιάχνω από την αρχή• επιδιορθώνω, επισκευάζω.4. (τυπγρ.) ξαναστοιχειοθετώ•перебрать строчку ξαναστοιχειοθετώ τη σειρά (του κειμένου).
5. συγκεντρώνω, (συμ)μαζεύω, συναθροίζω.6. παίρνω παραπάνω (από το κανονικό). || (χαρτπ.) παίρνω πόντους παραπάνω απ ό,τι χρειάζεται.εκφρ.перебрать по косточкам – εξετάζω λεπτομερώς, εξονυχιστικά, εξονυχίζω.1. διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω.2. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, αλλάζω θέση, πηγαίνω αλλού. || αλλάζω διαμονή, μετοικώ. -
18 переплата
-ы θ.η παραπάνω πληρωμή, το παραπάνω καταβαλλόμενο ποσό• επιμέτρηση. -
19 подзаработать
ρ.σ.μ.(απλ.) εργάζομαι παραπάνω (για να πάρω περισσότερα χρήματα)•денег на велосипед εργάζομαι παραπάνω για να αγοράσω ποδήλατο.
-
20 подработать
ρ.σ.μ.1. επεξεργάζομαι, δουλεύω ακόμα• ετοιμάζω•подработать резолюцию ετοιμάζω την απόφαση.
2. εργαζόμενος παραπάνω κερδίζω περισσότερα•подработать деньги δουλεύω παραπάνω για να βγάλω περισσότερα χρήματα.
φθείρομαι από τη χρήση, από την τριβή.
См. также в других словарях:
παραπάνω — και παραπάνου επίρρ. 1. τοπ. α) πιο πάνω, πιο ψηλά («στο παραπάνω σκαλοπάτι») β) παραπέρα («κάθεται στο παραπάνω σπίτι») 2. (ποσ. ή χρον.) επί πλέον, περισσότερο, πιο πολύ («πλήρωσε παραπάνω απ όσο υπολόγιζε») 3. φρ. «με το παραπάνω» περισσότερο… … Dictionary of Greek
παραπάνω — επίρρ. ποσοτ. τοπ. 1. για τόπο, πιο πάνω, ψηλότερα: Στην παραπάνω γειτονιά, στην παραπάνω ρούγα (δημ. τραγ.). 2. για ποσό, πιο πολύ, περισσότερο: Κάνε παραπάνω φαγητό μήπως έχουμε και επισκέπτες. 3. για χρόνο, περισσότερο, πάνω από: Παραπάνω από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek